ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ
Όσα εικονοστάσια κι αν είδα κι αν απάντησα, σαν το εικονισματάκι τής Αγίας Αικατερίνης, της παραγκούλας των Μικρασιατών προσφύγων δεν αγάπησα.
Αγιο – θεμελιωμένο, πυργάκι ξακουστό, δυο οργιές τού ψήλου, μια οργιά πλατύ, λαμπροστο-λισμένο κτίσμα λαϊκό, σε αιγαιοπελαγίτικο – Ανατολής ρυθμό, ασβεστοασπρισμένο και στην κορφή σταυρό, αείφωτο καντήλι, φως αληθινό και η πορτούλα του ν’ αστράφτει μάλαμα.
Αυτό το ιλαρόν φως, λαμπάδα, φανός, άστρον πεσμένον να τρεμουλιάζει εκεί στο πορτάκι τού προσκυνηταρίου, εκεί στο βάθος τής μελανωμένης εικόνας των πρώτων θρησκευτικών μου χρόνων και παραστάσεων, σημάδεψε τη ζωή μου κι ένιωθα την περιέργεια να το παρατηρήσω προσεκτικά, να το εξετάσω από κοντά – τι είναι αυτό το φως – σαν τον Μάνο τού Κορωνιού που ησθάνετο την επιθυμίαν να το κυνηγήσει, εκείνο το μελαγχολικό φως, εκείνο το μυστηριώδες φέγγος ανάμεσα εις τα δύο χλοερά νησάκια, όπως γράφει στο “Άνθος του Γιαλού” του ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Το 1950, αφού η οικογένειά μας για να επιβιώσει φώλιασε εδώ κι εκεί, σε πολλές και διάφορες ποντικότρυπες της Στυλίδας, λόγω μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής ταραγμένης περιόδου, ο πατέρας μου με “Συμφωνητικόν” αγόρασε από τον Αυλακιώτη Δημήτριο Ψάρρη, πέραν του δευτέρου Συνοικισμού των Μικρασιατών προσφύγων, ένα οικόπεδο με ένα μικρούτσικο σπιτάκι και το μαγειρειό αντί 3.500.000 εκατομμυρίων.
Ήμασταν σχετικά μεγάλη οικογένεια και έξι άτομα πού και πώς να χωρέσουν σ’ αυτό το καμαράκι. Γι’ αυτό ο πατέρας μου με συγγενείς, φίλους και γείτονες έκοβε πλίθες και πάσχιζε να φτιάξει ένα καινούργιο σπίτι μεγαλύτερο, λασποπλινθόκτιστο, όπως όπως για να στεγαστεί όλη η οικογένεια. Ολονυχτίς το χτίζαμε – με λύχνους – τη μέρα γκρεμιζόταν, λόγω παρανομίας και ελλείψεως σχετικής αδείας. Από την Αστυνομία που τιμωρούσε αλύπητα κάθε παραβάτη.
Η πίκρα μας βαριά, τα μοιρολόγια μας πολλά και ατέλειωτα. Και τα δικά μου κλάματα, βρυσούλα τής Τσικρίκας για το κακό που μας βρήκε. Είδε κι απόειδε η μάνα μου με τη συμφορά που μας έδερνε, με παίρνει από το χέρι και πάμε να προσευχηθούμε στο εικονοστάσι τής Αγίας Αικατερίνης, της παραγκούλας, να μας βοηθήσει η Πάνσοφος να δούμε κι εμείς πάνω απ’ το κεφάλι μας ένα κεραμίδι. Η μάνα μου παρακαλούσε – είχε φέρει και μια εικόνα τής Αγίας, δώρο και τάμα για τον βωμό τού εικονοστασίου – κι εγώ φοβισμένος επαναλάμβανα σαν ηχώ τα λόγια της: -Αγία μ’ Αικατερίνη, κάνε να στήσουμε κι εμείς το σπιτάκι μας. Να βάλω μέσα τα παιδάκια μου, μη μου πεθάνουν απ’ τη βροχή κι από το κρύο και θα σε δοξάζουμε παντοτινά. Βόηθα να περάσουμε αυτό το κατεβασμένο ποτάμι, γιατί πίσω μας έρχεται ο λύκος τού νόμου και θα μας φάει.
Η μεγαλομάρτυς άκουσε τα παρακάλια μας και μας λυπήθηκε. Το μεγαλύτερο σπιτάκι στήθηκε, σκεπάστηκε όπως όπως και μπήκαμε μέσα του όλοι μας – κι ας ήτανε αχούρι – δοξάζοντας την Αγία, την βοήθειαν ημών και αντίληψιν.
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η Αγάπη. Κι έτσι το εικονισματάκι τής παραγκούλας έγινε κι α-γαπημένο μου σχολικό τοπόσημο. Αυτό με ξεπροβόδισε το 1952 στο ξεκίνημά μου και πηγαιμό μου στο Δημοτικό Σχολείο κι ευλόγησε τον σχολικό μου δρόμο. Και στο Γυμνάσιο πάλι ήταν βοηθός μου και σκεπός. Ένιωθα την Αγία να με πιάνει από το χέρι και να με οδηγεί στον κόσμο τής παιδείας και της γνώσης, προσφέροντάς μου ικανά ψιχία τής καρτερίας και της σοφίας της. Να με εγκαρδιώνει, να με στηρίζει σε βασανιστικές σχολικές στιγμές μου, όταν το άγχος, ο φόβος μου, ο πανικός μου για τα Μαθηματικά με έκαναν να αναφωνώ: “Ανάθεμα τα Μαθηματικά Χριστέ κι οπού τα θέλει”, να αναζητάω επειγόντως βοήθεια, προστασία και θεία φώτιση σε δύσκολες ώρες.
Και δεν μου χάλασε ποτέ το χατίρι μου η Πάνσοφος. Όπως τότε το 1963 που πήγαινα στην Ε’ τάξη τού εξαταξίου Γυμνασίου τής πόλης μας. Κι ο Ευβοεύς Μαθηματικός αυστηρός και απόλυτος έσπερνε στο μάθημά του πάντοτε τον φόβο – μου είχε κάνει τη ζωή μου κόλαση – που ως το θυμηθώ και τώρα ανανιώνεται η τρομάρα, τόσο πικρό που λίγο πιο είναι ο Χάρος.
Εξαμηνιαίο διαγώνισμα στη Γεωμετρία. Το άγχος μου είχε κέφια και είχε φτάσει ώς το μοναστήρι τής Αγίας στο Σινά, αποκούμπι μου και άφθαρτο υπόλοιπο, παραμυθία και ελπίδα μου, προσευχή για θεία υπόδειξη. Φροντιστήρια τότε στη Στυλίδα δεν υπήρχαν. Κάτι φαντάροι χημικοί τής 695 Α.Β.Π. του Αυλακίου, δίνοντάς τους ένα μικρό χρηματικό ποσόν, έρχονταν πότε πότε στη Στυλίδα σε καμιά δεκαριά παιδιά για να μας κάνουν, όπως έλεγαν, ασκήσεις SOS. Αλλά τι να κάνουν κι αυτοί; Νέοι, ωραίοι, και ερωτικοί “βλεφαριάζαν” πιο πολύ τις SOS συμμαθήτριές μου, παρά τις SOS ασκήσεις. Κρίμα τα λεφτά μου…
Η ανίατη περίπτωσή μου στα Μαθηματικά είχε φτάσει σχεδόν σε νεκρό σημείο. Στο αμήν. Θανάτω άγχιστα εοικώς, δηλ. ετοιμοθάνατος, είχα πάρει τα βάγια. Ό,τι μου απόμεινε ο τριγμός των οδόντων μου και η εξ ύψους βοήθεια. Η επιθανάτια κατάστασή μου απαιτούσε κάτι το μεταφυσικό, το θαύμα. Η Αγία μού υπέδειξε κατ’ όναρ μια συγκεκριμένη άσκηση και μου συνέστησε να μη φοβάμαι. Θα ‘μαι δίπλα σου, μου είπε. Εσύ θα γράφεις κι εγώ θα σου συμπαραστέκομαι.
Την άλλη μέρα – ω του παραδόξου θαύματος – έπεσε αυτή η συγκεκριμένη άσκηση, η θεήλατη άσκηση. Την έλυσα κι εγώ – ποιος εγώ που ούτε το βρακί μου δεν ήμουν άξιος να λύσω από τον φόβο μου, όχι και άσκηση Γεωμετρίας;
Έτσι προήχθην στην ΣΤ’ τάξη Γυμνασίου με θεία παρέμβαση, του πνεύματος την μάχαιραν, αλλά πολλοί συμμαθητές και ιδιαιτέρως συμμαθήτριες κόπηκαν κι έμειναν στάσιμοι στην ίδια τάξη. Ο Ευβοεύς Μαθηματικός ως νέος Ηρώδης “κατέσφαξε” του κόσμου τα παιδάκια, χωρίς λύπη, χωρίς τύψεις, χωρίς αιδώ. Κλαυθμός και οδυρμός απλώθηκε στην πόλη απ’ αυτή την αιματηρή “σφαγή”. Μεγαλοαστικές οικογένειες της Στυλίδας πικράθηκαν πολύ, ντροπιάστηκαν από την απόρριψη των παιδιών τους και η οργή τους για την παιδαγωγική τού μαθηματικού καθηγητή ήταν παντού έκδηλη. Η προσβολή δεν έμεινε χωρίς τίμημα. Την επόμενη χρονιά ο Ευβοεύς καθηγητής είχε αναχωρήσει κακήν κακώς για τα τρελά νερά του και την νήσον αυτού.
Κι εγώ που είχα λύσει μια άσκηση επιτέλους, έστω και με Αγίας φροντίδα, σιγά σιγά άρχισε να καταλαγιάζει ο φόβος μου για τα Μαθηματικά και να συνειδητοποιώ, μετά τη μαθηματική ηδονή και χαρά που ένιωσα, ότι χωρίς τα Μαθηματικά δεν στέκει τίποτα. Ούτε σύμπαν, ούτε έναστρος ουρανός, ούτε ένα ποίημα, ούτε αυτό το κείμενο που γράφω.
Ποια ήταν η άσκηση που έλυσα; Την παραθέτω για όλους τους φίλους αναγνώστες που θα αναρωτιούνται:
Να αποδειχθεί ότι το σημείον τής τομής των διχοτόμων των γωνιών ενός τριγώνου διαιρεί κάθε διχοτόμον εις δύο μέρη, των οποίων ο λόγος είναι ίσος με τον λόγον τής πλευράς επί της οποίας κείται ο πους τής διχοτόμου προς το άθροισμα των δύο άλλων πλευρών. (Και ποια η λύση; Έχω το σκονάκι τής Αγίας).
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η Αγάπη. Και έτσι το εικονισματάκι τής παραγκούλας έγινε και τοπόσημο δημοκρατικό.
1966. Άνοιξη, Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως. Στην αυλή τής παραγκούλας ο ιερέας Μπάλλας Κων/νος μοιράζει στο πυκνό εκκλησίασμα τα μυρίπνοα άνθη τής Σταυροπροσκυνήσεως. Και ευλογεί με τον τίμιο Σταυρό. Και ενώ δινόταν η ευλογία τού ιερέα στους ενορίτες (η παραγκούλα είχε γίνει πια Ενορία), μια βοή ακούστηκε από τον χώρο τού εικονοστασίου. Επειδή δε η βοή πλείω τε εγίγνετο, ο ιερέας ρώτησε τον παρευρισκόμενο Επίτροπο Λάϊο Σταύρο, τι τρέχει. Κι εκείνος τού είπε ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο γέρος τής Δημοκρατίας προερχόμενος εκ Λαμίας πορεύεται προς Βόλο και εστάθμευσε επ’ ολίγον πλησίον τού εικονοστασίου. Οι οπαδοί του τον επευφημούν, τον ζητωκραυγάζουν, συνθηματολογούν, αποθεώνουν τον δημοκράτη πολιτικό. Ακούσας ο ιερέας το γενόμενον, λαβών δέσμη ανθέων και τον Εόρτιο Σταυρό προστρέχει να προϋπαντήσει , να υποδεχθεί και να ευλογήσει τον πρόεδρο του ανένδοτου αγώνα, Πρόεδρο της Ενώσεως Κέντρου, Γεώργιο Παπανδρέου. Ο γέρος τής Δημοκρατίας κατασπάζεται ευλαβώς τον τίμιο Σταυρό, χαίρεται και ευχαριστείται για τα μυροβόλα άνθη τής Σταυροπροσκυνήσεως. Και πριν μπει στο αυτοκίνητό του και ν’ αναχωρήσει με την ακολουθία του λέγεται ότι εξέφρασε τη χαρά του και την ικανοποίησή του, τη βαθιά του ευγνωμοσύνη μ’ αυτά τα λόγια: “Αυτό το κόμμα δεν είναι κίνημα, είναι προσκύνημα!”.
Οι πολιτικοί αντίπαλοι του γέρου τής Δημοκρατίας σφόδρα εταράχθησαν. Χειρονομούσαν, έβριζαν, απαιτούσαν την τιμωρία τού δημοκρατικού ιερέα. Ήταν έτοιμοι να τραμπουκίσουν κιόλας, αλλά ευτυχώς οι Επίτροποι της παραγκούλας – εκκλησούλας, απώθησαν τους ταραξίες προς το δυτικό μέρος τής αυλής, εκεί που κάποτε ήταν μια ελιά με την καμπάνα τής εκκλησίας και σήμερα είναι το φιλικό και φιλόξενο σε όλους περίπτερο των ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΠΑΚΑΡΑ, στέκι παρεΐστικο, κέντρο αγαπητό ειδήσεων, συζητήσεων, θέσεων αντιθέσεων, διαλόγου και επικοινωνίας, εμπορίου προϊόντων σε καλές και λογικές τιμές. Οι Επίτροποι κατάφεραν να ηρεμήσουν τους ταραξίες, επικαλούμενοι τη σοβαρότητα της ημέρας και τον σεβασμό τής Εορτής, κι έτσι το ζήτημα εθεωρήθη λήξαν. Και ο γέρος τής Δημοκρατίας καταχειροκροτούμενος και έμπλεος συναισθημάτων νίκης, επιτέλους διάβηκε με την αυτοκινητοπομπή του προς Βόλο, αφήνοντας πίσω του τους συντηρητικούς αντιπάλους του να το φυσάνε και να μην κρυώνει το πάθημά τους.
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η Αγάπη. Κι έτσι το εικονισματάκι τής παραγκούλας μπορεί να γίνει και αντιδαιμονικό.
Και πριν να γίνει η παραγκούλα ενοριακός Ναός κι όταν έγινε, γυναίκες Μικρασιάτισσες κάθε λίγο και λιγάκι κατέφθαναν με γκαζούρια ασβέστη, νερό και μεγάλες βούρτσες για να σκουπίσουν την εκκλησούλα, να την ξεσκονίσουν, να την καθαρίσουν, να την ασβεστοασπρίσουν, γιατί καμάρι και καημό κι έγνοια και χρέος το είχανε αυτό το άγιο ενδιαίτημα της Μεγαλομάρτυρος να παραμένει εσαεί κατάλευκο, όπως ταιριάζει και αξίζει στην άσπιλη νύμφη τού Χριστού, την λευκοφόρο Αικατερίνα. Μια φορά αργήσανε να τελειώσουν και νυχτώθηκαν. Εκεί που τραβάγανε τις τελευταίες βουρτσιές στο εικονισματάκι, ακούστηκε απ’ το μεγάλο κυπαρίσσι που ήταν πολύ κοντά τους ένα χαχανητό, ηχηρό και παρατεταμένο γέλιο, ένα κουβεντολόι και οι γυναίκες από το φόβο τους πέσανε κάτω, σαούριασαν πίσω από το εικονοστάσι, μήπως είναι ο Παγκάκιστος και τις τρικλοποδιάσει. Και έτσι ήταν. Στο κυπαρίσσι γινόταν συνέδριο δαιμονικών. Οι διάβολοι έδιναν αναφορά στον αρχιδαίμονα – παγκάκιστο πού πήγαν την ημέρα τους, τι είδαν και τι έκαναν. Ένας διάβολος έλεγε ότι σήμερα ήταν σε δυο παιδιά που μοιράζαν στο περιβόλι τους τις ελιές τους και επειδή περίσσευε ένα δέντρο, μαλώναν ποιος θα το πάρει. Και είπε ο αρχιδαίμονας και δεν το κόβανε με το τσεκούρι και να ησυχάσουν; Ένας άλλος διάβολος έλεγε ότι ήταν σε κάτι περιβολαραίους και μάλωναν γιατί βάζαν το νερό σ’ ένα αυλάκι, αλλά το νερό τούς έφευγε και σκοτώνονταν ο ένας με τον άλλο ποιος φταίει. Και είπε ο αρχιδαίμονας και δεν βάζανε λίγη στάχτη στις όχθες τ’ αυλακιού για να σταθεί το νερό; Κι ένας μικρός διαβολάκος είπε: “Εγώ ήμουνα σήμερα σε κάτι Γραφεία κι άκουσα να λένε ότι τώρα που έγινε νέος Ναός για την Αγία Αικατερίνη θα γκρεμίσουν την παραγκούλα και το εικονισματάκι και θα κόψουν κι αυτό το κυπαρίσσι, όπου συνεδριάζουμε”. Τότε ο αρχιδαίμονας είπε: “Σηκωθείτε να φύγουμε. Θα πάμε κάτω στον μύλο τού Ζαγαριώτη, στο περιβόλι τού Μπουγά, που είναι εγκαταλελειμμένος, και εκεί που είναι μια αγριοσυκιά θα συνεδριάζουμε”. Κι έτσι αρατιστήκανε και φύγανε για τον μύλο. Πώς μπερδευτήκαν, μπήκαν στο νερό του μύλου και στον ίδιο τον μύλο. Οι νεκρές μυλόπετρες πήραν ξαφνικά μπρος και σε λίγο η θάλασσα κάτω από την αγριοσυκιά γιόμισε διαολο-αλεύρι να φαν τα ψάρια. Τρώγαν, τρώγαν και δοξάζαν την Αγία Αικατερίνη για τη καλή κι ανέλπιστη τροφή.
Την επαύριον αμ’ έπος, αμ’ έργον. Όπως το είπε ο διαβολάκος έτσι κι έγινε. Έφυγε ο χαλιάς κάτω από την καινούργια εκκλησία, κατεδαφίστηκε και διαλύθηκε η παραγκούλα, γκρεμίστηκε με πάταγο το εικονισματάκι και το μεγάλο κυπαρίσσι αποκεφαλίστηκε και τεμαχίστηκε – προσάναμμα καλό για το τζάκι – για να διαμορφωθεί ο χώρος και να γίνει πλατεία. Παρακαλέσαμε τότε τον επικεφαλής υπεύθυνο και τους μπουλντοζέρηδες να σεβαστούν τουλάχιστον το εικονισματάκι και το κυπαρίσσι μας αλλά πού να μας ακούσουν. Ανυποχώρητοι, είπαν πως αυτό είναι το σχέδιο κι εκτελούν τις διαταγές που έχουν. Τη γνώμη των δυνατών ποιος μπορεί να την αλλάξει; Εύχομαι ο μαύρος καβαλάρης οπού μας κυβερνά, γι’ αυτή τους την ιεροσυλία και βεβήλωση να μην τους έχει τιμωρήσει με το χειρότερο κακό, ούτε και τώρα να τους τιμωρήσει, ούτε και στο μέλλον, όπως μεγάλο κακό βρήκε εκείνος που απέκοψε την βασιλικήν δρυν τού Παπαδιαμάντη.
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η Αγάπη. Κι έτσι το εικονισματάκι τής παραγκούλας μπορεί να είναι και αλεξίκακο.
Ας είναι καλά εκεί που ταξιδεύουν παρά δήμον ονείρων εκείνες οι έξι νέες Εστιάδες, η κυρα-Μαρία η Κέκκου, η κυρα-Τασίτσα η Καραντώνη, η κυρα-Αγγέλα η Χατζηνικολάου, η κυρα-Σοφία η Ματθαίου, η κυρα-Άννα η Λογοθετίδου, η κυρα-Αθανασία η Καραχάλιου που από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός και από νυκτός μέχρι φυλακής πρωίας στρατεύτηκαν να διατηρούν “άσβεστον το ιερόν φως” τού βωμού τού εικονοστασίου, για να μας φυλάει από κάθε κακό.
Στις αρχές τού 1950 από τον Τσαΐδα και προς Λαμία ο δρόμος ήταν χωματόδρομος, ερημικός, χωρίς φώτα, σκοτάδι βαθύ, πίσσα κατράμι – πού να βρούμε λεφτά ν’ αγοράσουμε φακούς; Κι έλεγες και ξανάλεγες πώς, Αγία μου Αικατερίνη, φθάνω στο σπίτι μου, χωρίς να με βρει κανένα κακό;
Γυρνούσαμε – θυμάμαι – αργά τη νύχτα από τον κινηματογράφο εγώ, ο αδερφός μου ο Τάσος και η αδερφή μου η Ελένη και λέγαμε πώς και πότε θα φθάσουμε στο εικονισματάκι τής παραγκούλας, τοπόσημο – φωτόσημο, για να πάρουμε δύναμη και βοήθεια στον δρόμο που μας απόμεινε. Φοβόμασταν κιόλας πολύ γιατί κάτι τσουρόγριες – βαβές μάς έλεγαν ότι στις 12 τη νύχτα βρικολακιάζει το άγαλμα στον Άγιο Κηρύκο κι έρχεται και στήνεται απέναντι από το εικονισματάκι και όποιον βρίσκει να περνάει εκείνη την ώρα τον παίρνει στα στούμπια και του κόβει για πάντα τη μιλιά του. Να…, μας πήγαινε με τα λόγια αυτά. Αλλά βλέπαμε το φως τού καντηλιού των Εστιάδων και αναθαρρούσαμε. Ήταν βλέπεις εκεί στο τρίτο κυπαρίσσι και το σκυλάκι μας, η Τζερούλα, που μας περίμενε με αδημονία, κουνώντας τήν ουρά της από χαρά, να μας πάει ασφαλείς στο σπίτι μας που ήταν δίπλα στον δεύτερο Προσφυγικό Συνοικισμό.
Σ’ αυτό το εικονοστάσι νεαροί πρόσφυγες με τις αρραβωνιάρες τους αντάλλαζαν λόγια ερωτικά και φιλιά και λέγανε οι ίδιοι πως ακούσανε έναν βρόντο από το εικονισματάκι και μια φωνή να τους λέει: “Φύγετε από εδώ. Πάτε παρακάτω να τα πείτε αυτά και να τα κάνετε, αλλιώς θα σας έρθει μεγάλο κακό”. Και πάλι οι ίδιοι έλεγαν πως υπάκουσαν και έφυγαν προς τα κάτω, τράβηξαν προς τις ελιές τής Γαρδίκαινας.
Μια άλλη φορά ένας ταξιτζής κόντεψε να κόψει ένα παιδάκι που πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά του στο ταξί κι ο ταξιτζής το χτύπησε και το τίναξε πάνω στο εικονισματάκι, μα το παιδάκι πιάστηκε από τον σταυρό τού εικονοστασίου και σώθηκε ως εκ θαύματος.
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η Αγάπη. Κι έτσι το εικονισματάκι τής παραγκούλας έγινε
και τοπόσημο νοσταλγικό.
Πόσο λυπάμαι που το εικονοστάσι και το ψηλότερο κυπαρίσσι τής παραγκούλας μας έγιναν σάρωμα για τα σκουπίδια. Λύπη μεγάλη αλλά και μέθη νοσταλγίας και ευγνωμοσύνης αλογάριαστης, γιατί διαμόρφωσε τη ζωή και την ψυχή μου. 25-11-1965, εισάγομαι στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων, 25-11-1966, λαμβάνω την πρώτη υποτροφία μου, 25 Νοεμβρίου στα χρόνια του ‘70 και ‘80, δημοσιεύω κάποια κείμενά μου στη “ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ” και σ’ άλλα περιοδικά. Και όλο να με κυνηγάει το 25-11 κι όλο τρέχοντας μπόρεσα να πω και πάλι 25-11-2008 ένα μικρό “Νενίκηκα”, λαμβάνοντας τη σύνταξή μου.
Μπορεί το εικονισματάκι να κατεδαφίστηκε, μπορεί το κυπαρίσσι να καρατομήθηκε και να αποκόπηκε, όμως δεν κόπηκε ποτέ, όλα αυτά τα χρόνια, εκείνο το νήμα, το κηρόνημα θα έλεγα, της σύνδεσής μου με τον άγιο τόπο, δεν κόπηκε ποτέ το νήμα τής γλυκιάς μου ύπαρξης – ανάμνησης και λάμπει σαν χρυσός.
Εδώ, τα παιδικά και εφηβικά συναπαντήματα, εδώ, τα ονείρατα τα πρώτα, εδώ, οι Χριστουγεννιάτικες Γιορτές με το στριφτό, το κοτρωνάκι, το 31, εδώ, με τα περιοδικά “Μικρός Ήρως”, “Κλασσικά Εικονογραφημένα”, “Η Διάπλασις των παίδων” και γιατί όχι και το εφηβικό μου πονηρό, τολμηρό κι αμαρτωλό “Χτυποκάρδι”.
Εδώ, πρωτοείδα την Γκαμήλα της Λαμίας να την κατεβάζουν από την οροφή τού λεωφορείου και να χορεύει ζωηρά την Καθαρά Δευτέρα, εδώ, το Γαϊτανάκι των Προσφύγων με τους καρβουνισμένους μασκαράδες, τη μαϊμού, τον Καραγκιόζη και τον Πασά, τα αχαλίνωτα διονυσιακά πειράγματα, εδώ, πέταξα τον πρώτο μου χαρταετό, εδώ, έριξα το πρώτο βαρελότο μου το βράδυ τής Ανάστασης σε κάτι κοριτσόπουλα της γειτονιάς, περιγελώντας τα για το φόβο και το σκιάξιμό τους. Εδώ, ήπια την μπούζι λεμονάδα μου κι απόλαυσα το πρώτο καλοκαιρινό παγωτό μου – ξυλάκι σοκολάτα ΕΒΓΑ – γλυκό σαν ατόφιο μέλι και νότα μουσικής σε τεντωμένο τέλι – απ’ το ψυγείο, κελάρι – καροτσάκι τού Αδάμ Γαλάνη.
Εδώ, πρωτόφτιαξα μαζί με άλλα παιδιά την πρώτη μου αιώρα, καλωσορίζοντας τη δική μου Άνοιξη, τη γεμάτη σφρίγος και χυμούς που ερχόταν και μ’ όλα αυτά τα μεταβατήρια έθιμα να ξορκίζω το κακό και να περνάω σώος και αβλαβής από τη μια εποχή στην άλλη, από το φως στο σκοτάδι κι απ’ το σκοτάδι στο φως, νικητής και τροπαιούχος, αθάνατος σαν τον Αχιλλέα.
Εδώ, πρωτάκουσα και είδα νεαρούς πρόσφυγες να τραγουδάνε τραγούδια αϊβαλιώτικα, σμυρνιώτικα, ανατολίτικα, λυπητερά, προσφυγικά και λύγισα για τις χαμένες και αλησμόνητες πατρίδες. Κι εγώ μικρός χωριάτης αναμείχθηκα με την προσφυγιά και τη ζωή τους, τη μουσική τους, την κουλτούρα τους, τους χορούς τους, την τέχνη τους και την ιστορία τους, τους καημούς και τον πολιτισμό τους, τα πάθια τους και τα ήθη και τα έθιμά τους, την εργατικότητά τους και τη νοικοκυροσύνη τους, την αλιεία και την ναυτοσύνη τους, τ’ ανοιχτά παντάνοιχτα σπίτια τους με την αρχαία ελληνική φιλοξενία τους και φιλοτιμία τους, κι έτσι και εγώ μικρός χωριάτης μυήθηκα στα “ανατολίτικα μυστήριά” τους, στα λόγια και στα έργα τους κι από μικρός χωριάτης μεταμορφώθηκα πανευτυχής σε αδελφοποιτός Μικρασιάτης.
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η Αγάπη. Κι έτσι το εικονισματάκι τής παραγκούλας μπορεί να είναι και τοπόσημο ζωογόνο.
Γιατί είναι η τοπική μου ιστορία, ο πολιτισμός μου, κομμάτι τού θρησκευτικού μου βίου, είναι η στυλιδιώτικη ταυτότητά μου, είναι η σφραγίδα τής δωρεάς των βυζαντινών σπουδών μου που μου έδωσε θάρρος, κότσια, τσαγανό, αρχές, guts, που λέμε στην οικουμενική αγγλική γλώσσα τού συρμού.
Ευτύχησα κάποτε να έχω έναν φάρο ελπίδας, ένα εκκλησιαστικό μνημείο ευσέβειας και λατρείας, κληρονομιά Μικρασιατών παππούδων μου, για να μπορώ να κοιτάζω ψηλά στον ουρανό. Και να μην το κρύβω ότι διψάω για ουρανό.
Έτσι το εικονισματάκι μου το προσεγγίζω και το περιβάλλω με αγάπη, ευαισθησία απέναντι στον εαυτό μου, στην εκκλησία, στην πόλη μου. Ο εαυτός μου και το εικονοστάσι τής παραγκούλας είναι ο άγιος φιλολογικός δυϊκός αριθμός μου που με αθανατίζει.
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η Αγάπη. Κι έτσι το εικονισματάκι τής παραγκούλας μπορεί να είναι και αναστάσιμο.
Χρόνια και χρόνια μετά την κατεδάφιση τού εικονοστασίου, διπλώνω παρακάλια σε γνωστούς, σε φίλους, σε αγνώστους για καμιά φωτογραφία τής παραγκούλας με το εικονισματάκι της, αρχές τού 1950. Μάταιος κόπος. Παντού συνάντησα την άρνηση. Άκαρπες οι προσπάθειές μου.
Αλλά τούτον τον καιρό, φαίνεται πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και βρέθηκε μια παλιά φωτογραφία τού ΄50 με μόνο τα άκρα τής παραγκούλας, το εικονισματάκι και το τρίτο κυπαρίσσι της – μικρό δεντράκι τότε – στο Αρχείο τού καλού μου φίλου και συναδέλφου ΣΤΕΛΙΟΥ ΒΟΥΡΛΙΩΤΗ. Η χαρά μου έφθασε ώς το όρος Χωρήβ. Σταυροκοπήθηκα τρεις φορές για το ανέλπιστο και ανεκτίμητο εύρημα. Ήταν σαν να ονειρεύτηκα κι έσκαψα σ’ ένα τόπο και βρήκα την εικόνα τής Μεγαλομάρτυρος.
Με την επαγγελματική και καλλιτεχνική ικανότητα του φωτογράφου στην πόλη μας ΜΑΚΗ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ καταφέραμε να ανα-στήσουμε το γκρεμισμένο εικονοστάσι (βλ. σχετικό φωτογραφικό υλικό στο τέλος αυτού του κειμένου). Έκανε και κάνει καλή δουλειά ο νέος φωτογράφος. Είμαστε αιχμάλωτοί του επί χάρτου εσαεί. Τον ευχαριστώ πολύ.
Εγκάρδιες και θερμές ευχαριστίες εκφράζω στον ΣΤΕΛΙΟ και τη ΛΙΤΣΑ ΒΟΥΡΛΙΩΤΗ για την ευγενική παραχώρηση της οικογενειακής τους φωτογραφίας. Είναι σημαντική η συμβολή τους σ’ αυτήν την εργασία αλλά και η αγάπη τους για προβολή των Μικρασιατών και το γενικό καλό τού τόπου μας. Μια ευχή – προσευχή – μια παραίνεση προς εαυτόν και εις πάντα αρμόδιον, προπάντων δε εις τον δραστήριο, πολυπράγμονα, αεικίνητο, και φίλεργο άρχοντα της Εκκλησίας μας αρχ. ΜΑΞΙΜΟ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟ που διακρίνεται για την φιλοκαλία του και καλαισθησία του, ΑΥΤΟΣ ως προεξάρχων μιας προσπάθειας να φροντίσει να υψωθεί ξανά στο νοτιο-ανατολικό άκρο τής υπάρχουσας πλατείας το νέο εικονισματάκι στη θέση τού γκρεμισμένου, όχι κανένα ετοιματζήδικο, αλλά χειροποίητο χτιστό από ειδικό παραδοσιακό τεχνίτη πρωτομάστορα. Και στον βωμό του να τοποθετηθεί η εικόνα – ευλογία τής Αγίας από το μοναστήρι της στο Σινά, μαζί με άλλες σιναΐτικες ευλογίες, όπως τα δαχτυλιδάκια της κι αγιοκέρια της.
Και η Πάνσοφος που θα δει τη βαθιά μας πίστη, τη φιλοτιμία, τον κόπο και τον σεβασμό μας, που θα δει ότι δεν είμαστε επιλήσμονες της χριστιανικής μας Παράδοσης, δεν θα αρνηθεί να μας επισκέπτεται πότε πότε, για να διώχνει τη μαυρίλα και τα σκοτάδια μας, τα μαράζια και τα ντέρτια μας, τον πόνο και την αρρώστια μας και να μας χαρίζει ηλιόκαλες και ηλιόχαρες ημέρες, πολλές και καλές ελπίδες σωτηρίας. Να ξανανάβει τις σβησμένες πλάστρες φωτιές σε τούτη την ιστορική πόλη των Φαλάρων, την επιθαλαττίδια πόλη της Μαλίδας γης, την αγαπημένη μας Στυλίδα.
Η μαυρίλα και το σκοτάδι δεν είναι απώλεια οριστική. Η ελπίδα υπάρχει. Στο βάθος τής μελανωμένης εικόνας μπορείς να διακρίνεις λίγο φως ελπίδας, μια υπόσχεση – δαχτυλίδι τής Αγίας Αικατερίνης, σε τούτη εδώ την πόλη, σε τούτον εδώ τον Συνοικισμό των τυραγνισμένων και βασανισμένων Μικρασιατών προσφύγων.
Όσοι λευκοφόροι και καθαροί την καρδίαν εννοήτωσαν.
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η Αγάπη.
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ STILIDANEWS.GR ΣΤΟ GOOGLE NEWS
ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ ΚΑΝΑΛΙ ΜΑΣ ΣΤΟ You Tube
Παρακαλούμε, διαβάστε την Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων πριν σχολιάσετε.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΧΟΛΙΩΝ